πρωτοσήφερος -η -ο
ο νιοφερμένος, ο αρχάριος, ο πρωτόφερτος
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πρωτοσήφερος -η -ο (πρῶτος, Ἀ. Τ. σεφὲρ) = νεοφερμένος, πρωτοτάξειδος, πρωτόπειρος, ἀρχάριος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης