προσφαγίζω
τρώγω πολύ ψωμί και λίγη νοστιμιά (τυρί, κρέας, κ.λπ.) λόγω φτώχειας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Προσφα(γ)ΐζω (πρὸς-φαγοῦμαι) = τρώγω πολὺν ἄρτον μὲ ὀλίγον ὀρεκτικόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης