Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

προπίζω

Προπίζω (Ἰ. proporre; Σ. προπίτσυεμ) = προτείνω, προβάλλω, ἐκδηλῶ πρόθεσίν τινα, ἀποφασίζω, προφθάνω.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.