προκόβω
Προκόβω § καὶ προκόπτω, εὐδοκιμῶ. ΚΝ.
Σημ. Οἱ πρωτόθ. τῶν ῥ. χαρακτῆρες ἐν πολλοῖς εὐχρηστοῦσι παρὰ τοῖς Λευκαδίοις. Ὁ Βυζ. γρ. προκόπτω.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
Προκόβω: αρχ. ρ. προ-κόπτω, παρατ. προέκοπτον και προΰκοπτον = ως μεταβατ. κυρ. αποκόπτω και απομακρύνω τα έμπροσθεν τινος, ή καθαρίζω την οδόν την ανοιγομένην: προάγω, προωθώ, προχωρώ, ευδοκιμώ, ευτυχώ, κάνω προκοπή. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα