Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

προκόβω

Προκόβω § καὶ προκόπτω, εὐδοκιμῶ. ΚΝ.

Σημ. Οἱ πρωτόθ. τῶν ῥ. χαρακτῆρες ἐν πολλοῖς εὐχρηστοῦσι παρὰ τοῖς Λευκαδίοις. Ὁ Βυζ. γρ. προκόπτω.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου


Προκόβω: αρχ. ρ. προ-κόπτω, παρατ. προέκοπτον και προΰκοπτον = ως μεταβατ. κυρ. αποκόπτω και απομακρύνω τα έμπροσθεν τινος, ή καθαρίζω την οδόν την ανοιγομένην: προάγω, προωθώ, προχωρώ, ευδοκιμώ, ευτυχώ, κάνω προκοπή. (Λεξ. Αρχ. Ελλην. Ι. Σταματάκου).

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.