προγκάω
διώχνω με φωνές και χερονομίες κάποιον – παίρνω δρόμο εξ αιτίας φόβου ή θορύβου.
φράσεις: “Ήρθε αλλά τον επρόγκησα με τις φωνές” – “Τ΄ άλογο εφοβήθηκε και επρόγκηξε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Προγκάω (Ἰ. brigare) = ἀποδιώκω, κάμνω τινὰ νὰ φύγῃ, τρέπομαι εἰς φυγὴν ἐκ τρόμου: «ἐπρόγκιξαν τὰ πρόβατα».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Προγκίζω. Το λέμε κυρίως για τα ζώα. Προγκήξανε τα πρόβατα, τρόμαξαν και σκόρπισαν. (Και μεταφορικά για τον άνθρωπο, που φεύγει απότομα, επρόγκηξε, λέμε).
Η πρόγκα (άλλη η πρόκα, το καρφί), είναι “αβέβαιου ετύμου”, λένε οι ειδικοί. Πιθανόν – λένε- από το σλαβικό bruca με παρετυμολογική επίδραση της λέξης πρόκα (Μπαμπινιώτης κ.α.). Το ιταλικό brigare του Λάζαρη, άσχετο.
Το ρήμα απαντά και ως προγκίζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης