προφτασίδι
Κάτι που βιάζεται κανείς να το προφτάσει (φαγητό κυρίως).
Το ρήμα προφτάνω και προφταίνω, Αλλά και προκάνω (συνηθέστερα).
Παράγωγο του ρήματος αυτού είναι το προφτασίδι, κάτι ανάλογο (εννοιλογικά) με το ζεστοφούρνι (προφουρνιά των βυζαντινών).