πριβάτο (το)
ιδιωτικό, κάτι που ανήκει σε ιδιώτες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πριβάτο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. privato) = ἰδιωτικόν, ἰδιόκτητον, ἰδιαίτερον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ιδιωτικό, κάτι που ανήκει σε ιδιώτες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πριβάτο /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. privato) = ἰδιωτικόν, ἰδιόκτητον, ἰδιαίτερον.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης