πρήσμα (το)
πρήξιμο, όταν το σιτάρι δεν καθαρίζεται και πλένεται κανονικά = φούσκωμα.
θεραπευτική: “Και εις πρίσματα. Τη φλούδαν την δροσερήν και τον καρπόν τον δροσερόν (του πλατάνου) να τρίψει και να τα βάλει με μέλι απαφρισμένο να γένει ωσάν αλοιφή και να το βάνει ως έμπλαστρον επάνω εις τα μάτια τα πρισμένα και υγιαίνουσι. Σταμάτα και το δάκρυ οπού τρέχει”.