Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πριόβολος (ο)

το χαλύβδινο έλασμα που σπινθηρίζει καθώς κρούει την πέτρα (πυρόλιθο) ν΄ ανάψει το φιτίλι ή ίσκα, κοινώς τσακμάκι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πυριόβολος /ὁ/ (πῦρ-βάλλω) = χαλύβδινον ἐλασμάτιον ὅπερ κρουόμενον ἐπὶ πυρολίθου παράγει σπινθῆρας, τσακμάκι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.