πριόβολος (ο)
το χαλύβδινο έλασμα που σπινθηρίζει καθώς κρούει την πέτρα (πυρόλιθο) ν΄ ανάψει το φιτίλι ή ίσκα, κοινώς τσακμάκι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πυριόβολος /ὁ/ (πῦρ-βάλλω) = χαλύβδινον ἐλασμάτιον ὅπερ κρουόμενον ἐπὶ πυρολίθου παράγει σπινθῆρας, τσακμάκι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης