πρήμπα (η) και πρίμπα
- πρησμένη κοιλιά
- φούρκισμα. φράση: “με έπρηξες, με φούρκισες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πρήμπα /ἡ/ (πρήθω, πίμπρημι) = διογκωμένη γαστήρ, πρησμένη κοιλιά.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πρίμπα = παραφουσκωμένη κοιλιά ἀλλά καί φούρκισμα, εἶναι πρίμπα (εἶναι φουρκισμένος).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής