πριάρι -ια ή προιάρι (το)
μικρό πλεούμενο, χωρίς καρίνα με επίπεδο πυθμένα. Χρησιμοποιείται από τους ψαράδες της Χώρας για τη διακίνηση τους στο ψάρεμα στη λιμνοθάλασσα της Λευκάδας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πριάρι /τὸ/ (πλοιάριον) = ἐγχώριον μικρὸν ἐφόλκιον μὲ ἐπίπεδον πυθμένα (κατάλληλον διὰ τὰ ἀβαθῆ τῶν ἐπιχωρίων λιμνοθαλασσῶν).
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Προιάρι § πλοιάριον.
Σημ. Ἰδ. Σύλλ. 16.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου