πριά (η)
το πυροφάνι. το ψάρεμα με ισχυρό φως κατά τη νύχτα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πριὰ /ἡ/ (πυρεία) = τὸ πυρεύειν, ἡ δι’ ἰσχυροῦ φωτὸς νυκτερινὴ ἁλιεία, τὸ πυροφάνι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης