πρεπαράδος -α -ο
ο έτοιμος, ο προετοιμασμένος.
Σε διάλογο λαϊκογιατρού με μαθητή του διαβάζομε:
-μαθητής: “Παίρνω βολύμι καμένο ούγιες δύο, τούτζια πρεπαράδα ούγιες δύο …”.
ιτ.: preparato
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ο έτοιμος, ο προετοιμασμένος.
Σε διάλογο λαϊκογιατρού με μαθητή του διαβάζομε:
-μαθητής: “Παίρνω βολύμι καμένο ούγιες δύο, τούτζια πρεπαράδα ούγιες δύο …”.
ιτ.: preparato