Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πρεμούρα (η)

η βιασύνη, το ενδιαφέρον.
“Τι σ΄ έπιασε η πρεμούρα να πας μπονώρα για ξύλα;” – “δεν έχω, γιε μ’, κανιά πρεμούρα να πάω” – “έχεις κανιά πρεμούρα; Τι βιάζεσαι;”
ρήμα ιτ. : premere

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πρεμούρα /ἡ/ (Ἰ. premura) = πόθος, μέριμνα, ζωηρὸν ἐνδιαφέρον.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ατόφια η ιταλική λέξη premura (ουσιαστικό θηλυκό), η βιασύνη και μ΄ αυτή την έννοια τη χρησιμοποιούμε κι εμείς. Σ΄ έπιασε – λέμε- πρεμούρα.
Αποδίδεται και ως σφοδρός πόθος (Ανδριώτης) ή και μέριμνα, ζωηρό ενδιαφέρον.
Εμείς επιμένουμε στην αρχική, βιασύνη (Mandeson).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.