πράντζο (το)
το γεύμα, το φαγοπότι.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πράντσο /τὸ/ (Ἰ. pranzo) = γεῦμα, συμπόσιον, εὐωχία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πράντσο (τό) : γεῦμα, (IT. pranzo).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου