ποβερέτα (η)
πτωχή, αλλά συμπαθής γυναίκα, υπηρέτρια, ερωμένη που δεν τη συντηρεί ο ερωμένος της, σε αντίθεση με τη μαντενούτα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποβερέτα /ἡ/ (Ἰ. povera -eta) = συμπαθής, προσφιλής, ἐωμένη, παλλακή.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης