Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποβερέτα (η)

πτωχή, αλλά συμπαθής γυναίκα, υπηρέτρια, ερωμένη που δεν τη συντηρεί ο ερωμένος της, σε αντίθεση με τη μαντενούτα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποβερέτα /ἡ/ (Ἰ. povera -eta) = συμπαθής, προσφιλής, ἐωμένη, παλλακή.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.