πουρί ή πωρί ή πορί
η πέτρα των δοντιών μας, οι ακαθαρσίες των αυτιών μας, το ασβεστούχο επίστρωμα στους νεροσωλήνες, οι πέτρες των νεφρών κ.λπ.
Συνταγή “περί εκείνους οπού έχουν πέτρα, ήγουν πουρί. Πάρε τζουκνίδα μαζί με τον σπόρον της και βάλε το ζουμήν και πότισον τον άνθρωπον. Και τα κοπανίσματα βάλε τηγανισέ τα και βάλτα απάνου εις τα νεφρά και φάσκιωσ΄ τον καλά και θέλει θαμάσεις (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 70/71).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πωρὶ καί Πορὶ /τὸ/ (πῶρος) = πορῶδες ἐπίχρισμα ἁλάτων ἐπικαθημένων εἰς ἐπιφανείας διαβρεχομένας ἀπὸ ὑδάτων, λίθος προελθὼν ἐκ μακροχρονίου ἀποθέσεως τοιούτων ἁλάτων, ἴζημα ἀκαθαρσίας καταφανές: «τ’ ἀφτιά τ’ ἐπιάσανε πωρί».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πωρί καλεῖται ἐπίσης πᾶσα λιθοειδὴς ὑπόστασις, προσαπτομένη τοῖς ἔνδον ἀγγείου, ὀχετοῦ τινος ἢ ὑδραγωγείου.
Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο