Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποτεσσάρος (ο)

ο αφέντης ενός μεγάλου κτήματος, από νομή ή χρησικτησία.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποτεσσάρος /ὁ/ (Λ. potestor, possessor) = ἐξουσιαστὴς κτήματος, αὐθέντης πράγματος, νομεύς, χρησιδεσπότης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.