πόστο
Πόστο /τὸ/ (Ἰ. posto) = θέσις, σειρά ἐργασίας, ἐργασία εἰς τὴν μετάγγισιν ὑδάτων τῶν ἁλυκῶν μὲ τὰ «λαβούτια».
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πόστο /τὸ/ (Ἰ. posto) = θέσις, σειρά ἐργασίας, ἐργασία εἰς τὴν μετάγγισιν ὑδάτων τῶν ἁλυκῶν μὲ τὰ «λαβούτια».