ποστιάζω
τοποθετώ αντικείμενα το άν πάνω στο άλλο.
Ωραία τα πόστιασες εδεκεί, να ιδούμε ποιος θα τα μαζέψει” – “Τα πόστιασες όλα μες στη μέση και τ΄ άφησες”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποστιάζω (Ἰ. postare) = τοποθετῶ κατὰ σειρὰν παραλλήλως ἢ ἐπαλλήλως.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Το ρήμα σε μας σημαίνει: “τοποθετώ αντικείμενα το ένα πάνω στο άλλο” (Κοντομίχης), όπως ποστιάζει τα γράμματα ο ταχυδρόμος.
Η φράση “βάζω πόστα” κυριολεκτικά σημαίνει “Αρχίζω την καθ΄ ομάδας φορτοεκφόρτωσιν” (Δημητράκος) και ανάλογη τοποθέτηση φορτίου. Από δω και το ποστιάζω.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης