Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποσσιδέρω και ποσσεδέρω

είμαι κάτοχος ενός πράγματος, καρπούμαι τα από κάποιο ακίνητο έσοδα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποσσιδέρω καί ποσσεδέρω (Ἰ. possedere) = νέμομαι, κατέχω, πρᾶγμά τι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.