Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποσινάδια

Ποσινάδια § πίτυρα. Μ. ἄνοστα (ἐπὶ φαγητῶν). Π. τὰ λάχανα ’πὤφαγα μ’ ἐφανήκανε ποσινάδια.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ κοσκινάδια (= τὰ ἐν τῷ κοσκίνῳ ἀπολειπόμενα).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.