Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ποριά (η) και πορειά

πέρασμα και μπασιά: στους κήπους, στα αμπέλια, στα περιβόλια κ.λπ. υπάρχουν πάντα οι ποριές με την έννοια της φραγμένης πρόχειρα εισόδου.
ΒΑΛ. Αθαν. Διάκος, Α΄: “Αυτή την έρμη την ποριά με το κορμί θα φράξω”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


(Με -ι-, όχι με -ει-). Τη λέμε και μπασ(ι)ά.
Κατά τον Δημητράκο: “το μέρος περίφρακτου χώρου, οίον κήπου, αμπελώνος κ.α., δι΄ού εισέρχεται τις, η μπασιά”.
Η μπασιά μεσαινικά: εμαβασία, από το αρχαίο ρήμα εμβαίνω.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


«Αὐτὴν τὴν ἔρμη τὴν πορειά» (σελ151, Ἀθανάσιος Διάκος, ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ).
Στενὴ δίοδος, τὸ μέρος περιπεφραγμένου τινὸς τόπου, ὅπερ μένει ἀνοικτόν, καὶ ὄχι τὰ παρὰ τήν μονὴν τῆς Δαμάστας Ποριά, ὦν ποιεῖται μνείαν ὁ κύριος Τρικούπης ἐν σελίδι 262 τῆς Ἱστορίας του, οὕτως ἐπονομασθέντα διότι ἴσως ὑπάρχει ἐκεῖ καὶ πλεονάζει τὸ εἶδος τοῦ λίθου, ὅπερ καλεῖται Πωρί.

Σημειώσεις Βαλαωρίτη Ἀπαντα – Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, Σχόλια στόν Ἀθανάσιο Διάκο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.