ποργεύω (και πουργεύω)
περιποιούμαι με αφοσίωση και στοργή κάποιον.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πο(υ)ργεύω καί ποργεύω (ὑπὸ-ἔργον, ὑπουργεύω) = περιθάλπω, περιποιοῦμαι στοργικῶς..
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης