Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πορδάλα

Πορδάλα /ἡ/ (πορδαλέος, Ἰ. bruto-are, predare) = πληθὺς μικρῶν καστανερύθρων μηρμύκων λυμαινομένων τὰ ὀψοφυλάκια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.