ποντούρα (η)
προσβλητικά μισόλογα.
φράσεις: “μου ρίχνει ποντούρες” – “μου πέταξε την ποντούρα του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποντούρα /ἡ/ (Ἰ. puntura) = δηκτικὸς ὑπαινιγμός, πρόσλογο.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Ποντούρα = ὑπαινιγμός, μοῦ ρίχνει ποντοῦρες (μοῦ ρίχνει σπόντες).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής