πόντισμα–ατος 09 Μαρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 πόντισμα–ατος: καί πόντισις–εως: πρᾶξις καί τό ἀποτέλεσμα τοῦ ποντίζω, (ΑΡΧ).