πόλτσο (το)
ο σφυγμός. “Να ιδώ τον πόλτσο σου …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πόλτσο /τὸ/ (Ἰ. polso) = ὁ σφυγμός, ὁ καρπὸς τῆς χειρός, ὁ παλμός.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πόλτσο = ὁ σφυγμός, δέν χτυπάει τό πόλτσο σου (δέν χτυπάει ὁ σφυγμός σου).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής