ποδοστάλια
Ποδοστάλια, § ξύλινος ὀχετός, δι᾿ οὗ μεταβιβάζουσι τὸ ὕδωρ ἀφ᾿ ἑνὸς εἰς ἄλλον ἀγρὸν ἐν καιρῷ ἀρδεύσεως.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ποδοστάλια, § ξύλινος ὀχετός, δι᾿ οὗ μεταβιβάζουσι τὸ ὕδωρ ἀφ᾿ ἑνὸς εἰς ἄλλον ἀγρὸν ἐν καιρῷ ἀρδεύσεως.