ποδολόγα (η)
πανί ή πετσέτα που τη στύβουν και τη μαζεύουν κουλουριαστά σε σχήμα πιάτου και τη βάνουν στο κεφάλι τους οι γυναίκες προκειμένου να σηκώσουν στο κεφάλι τους σημαντικό βάρος, όπως μια βαρέλλα με νερό, μια τσέντζερη κ.λπ. Η ποδολόγα χρησιμεύει ως μαλακή βάση.
πρόληψη: όποια κοπέλα επιθυμεί να ιδεί στον ύπνο της ποιον θα πάρει, κάνει την ποδιά της ποδολόγα και τη βάνει κάτω απ΄ το μαξιλάρι της, μέρα Πέμπτη πάντα κι ο,τι δει στον ύπνο της θα ΄ναι το τυχερό της. (Ο Λευκαδίτικος γάμος, σημ. 3).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποδολόγα /ἡ/ (πέδιλον -όη) = κυκλικῶς ἐμπεπλεγμένον ράκος ὑφάσματος τοποθετούμενον εἰς τὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς ὡς ὑπόβαθρον ἀντικειμένων μεταφερομένων ὑπὸ τῶν γυναικῶν ἐπὶ κεφαλῆς.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Οι Λευκαδίτες την περιγράφουν σαν πάνινη κουλούρα στο κεφάλι, όπως την ξέρουμε όλοι μας. Δεν πάει όμως στο μυαλό μας πως σχετιζεται άμεσα με την ποδιά, που συχνά γίνεται, τυλιγμένη στα δάχτυλα, ποδολόγα (ή με το τσεμπέρι) Το λεξικό του Δημητράκου κάνει λόγο: “τα χόρτα που μάζευε ολοένα τα ΄βανε στην ποδολόγα της” (δηλ. στην ποδιά της). Ποδιά λοιπόν και ποδολόγα, ένα και το αυτό.
Με τα πόδια καμία σχέση! Και το ¨πέδιλον” του Λάζαρη, εντελώς άσχετο!.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Ποδολόγα = τό σέ σχῆμα κουλούρας τυλιγμένο πανί πού βάζουν οἱ γυναῖκες στό κεφάλι τους προτοῦ τοποθετήσουν τά στέρεα βάρη γιά μεταφορά.