ποχιαίνω
εξατμίζομαι με το βράσιμο. Έχομε τη φράση: “Άσ΄ το λίγο ακόμα στη φωτιά να λιγοστέψει το ζουμί του”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποχ(ι)αίνω (ἀπὸ-χέω, χαίνω) = ἐξατμίζομαι, ὑφίσταμαι μετριασμὸν τῆς θερμότητος τοῦ βρασμοῦ: «ἂς τὸ νερὸ νὰ ποχιάνῃ».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Λέμε (για το φαγητό): “άσ΄ το λίγο να ποχιαίνει”, να πιει το ζουμί του. (ή να κουσμάρει), να ξεκουραστεί πίνοντας το περισεύον ζουμό του.
Ετυμολογείται από το χέω (ή το χαίνω (ή χάσκω) του Λάζαρη, που σημαίνει σχηματίζω χάσμα, ανοίγω) και την πρόθεση από (΄πο), που σημαίνει εδώ εξατμίζομαι κι έτσι λιγοστεύει το νερό, τραβώντας το καπάκι της κατσαρόλας στην άκρη. Από το χάσκω και το χάχας.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης