Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πομπίλια (η)

  1. ο εξοπλισμός του σπιτιού σε έπιπλα, σκεύη κ.λπ.
    φράση: “Έχει μεγάλη πομπίλια αυτό το σπίτι”.
  2. πολυτέλεια στο νοικοκυριό.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


πομπίλια (ἡ): τά ἔπιπλα τοῦ σπιτιοῦ, (ΙΤ. mobilia).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου


Πονπήλια, η, ή πομπήλια,η: (πον-πήλια) = πόνος (κόπος) + πηλός = τα πήλινα μικροαντικείμενα σερβιρίσματος με κόπο καμωμένα. Η συνήθης ειρωνική έκφραση «από πονπήλια άλλο τίποτα, στο κονάκι τ’ς …», υπονοεί όχι μόνο την ανεπάρκεια ειδών σερβιρίσματος, αλλά κατ’ επέκταση και την μη αναμενόμενη περιποίηση, στην οποία έδιναν πάντοτε ιδιαίτερο βάρος και σημασία.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.