πλιατσαμ(ου)ρίζω
Πλιατσαμουρίζω (πλιατσαμρίζω) (πλῆξις, «πλιὰτς»-μορύσσω) = ἐκτινάσσω διὰ πληγμάτων μόρια πολτοῦ ἢ ὑγροῦ καὶ ρυπαίνω προσκείμενον ἄτομον ἢ πρᾶγμα.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πλιατσαμουρίζω (πλιατσαμρίζω) (πλῆξις, «πλιὰτς»-μορύσσω) = ἐκτινάσσω διὰ πληγμάτων μόρια πολτοῦ ἢ ὑγροῦ καὶ ρυπαίνω προσκείμενον ἄτομον ἢ πρᾶγμα.