Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πλακουτσοκέφαλος -η -ο

αυτός που έχει πλακουτσό κεφάλι, δηλ. το πίσω μέρος του κεφαλιού του πιο πλατύ από το συνηθισμένο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πλακ(ου)τσοκέφαλος -η -ο (πλὰξ-κοτὶς-κεφαλή) = ὁ ἔχων πεπλατυσμένον τὸ ὀπίσθιον τῆς κεφαλῆς. βλ. καί πλατσουκοκέφαλος

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.