πλακαδερός -ή -ό
τόπος επίπεδος,, επικλινής, με έδαφος γεμάτο πλάκες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλακαδερὸς -ὴ -ὸ (καὶ πλακ(ου)δερὸς) = πλακοειδής, ἐπίπεδος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
τόπος επίπεδος,, επικλινής, με έδαφος γεμάτο πλάκες.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πλακαδερὸς -ὴ -ὸ (καὶ πλακ(ου)δερὸς) = πλακοειδής, ἐπίπεδος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης