Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίτσο-πίτσο

Πίτσο-πίτσο (Ἰ. picchio) = παρακέλευσις πρὸς ὀρνίθια ὅπως πλησιάσωσι πρὸς λῆψιν τροφῆς.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.