πίτσο-πίτσο 08 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πίτσο-πίτσο (Ἰ. picchio) = παρακέλευσις πρὸς ὀρνίθια ὅπως πλησιάσωσι πρὸς λῆψιν τροφῆς.