πιτσ(ι)γάρω 08 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πιτσ(ι)γάρω (Ἰ. pizzicare) = κεντρίζω, τσιμπῶ, ἐρεθίζω, περιάγω εἰς ἀδιέξοδον.