π(ι)τίτο & πτίτα 08 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πιτίτο /τὸ/ (Λ. petitus, Ἰ. petito) = ὀρεκτικόν, γαστριμαργικὴ ἐπιθυμία, λιχουδιά.