Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

π(ι)θοκάρι

Πιθοκάρι /τὸ/ (ἀποτίθημι-καιρὸς) = χῶρος προφορος ἢ ἀσφαλὴς πρὸς φύλαξιν κινητῶν πραγμάτων.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.