πισοκάπουλα
Π(ι)σοκάπ(ου)λα. Καθισμένος στα καπούλια του ζώου (λατινικά scapulare). Το σκαπουλάω, από το ιταλικό scapolare, διαφεύγω
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Π(ι)σοκάπ(ου)λα. Καθισμένος στα καπούλια του ζώου (λατινικά scapulare). Το σκαπουλάω, από το ιταλικό scapolare, διαφεύγω