π(ει)ράζω
Πειράζω (πράζω)= πειράζω, ἐνοχλῶ, καταθλίβω, «μὴν πράζεσ᾿ ἀφέντ᾿ μ».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Π(ει)ράξει: πειράξει, με την έννοια να φλερτάρει, να παρενοχλήσει.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Πειράζω (πράζω)= πειράζω, ἐνοχλῶ, καταθλίβω, «μὴν πράζεσ᾿ ἀφέντ᾿ μ».
Π(ει)ράξει: πειράξει, με την έννοια να φλερτάρει, να παρενοχλήσει.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα