Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

π(ει)ραχτήριο

Πειραχτήριο (Πραχτήριο) /τὸ/ ἐπίθ. ἄκλ. (πειράζω) = ἐρεθιστικός, ἐνοχλητικός.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.