Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίνος (ο)

  1. η ελαιώδης ακαθαρσία των μαλλιών προβάτων
  2. αλατώδης ουσία που εκκρίνουν μερικά φυτά όπως η ντομάτα και το ρεβίθι.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πίνος /ὁ/ (Ἰ. pingue;) = οἴσυπος, λιπώδης ἀκαθαρσία τῶν ἐρίων καὶ τριχῶν, ἁλατῶδες ἔκκριμα φυτῶν (τομάτας, ἐρεβύνθου κ.τ.τ.).

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.