πίλο(υ)λα 06 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πίλουλα (Πίλολα) /ἡ/ (Ἰ. pilola) = εὐδιάκριτος θήκη φαρμακευτικοῦ καταποτίου.