πηλλακίδα
Πηλλακίδα § ἡ νέα ὄρνις. Ἐν Ἠπείρῳ πουλακίδα. Σ.Φ.Ε. Ἐκ τούτου καὶ αὐγὸ πηλλακιδίσιο = ὠὸν νεαρᾶς ὄρνιθος.
Σημ. Ἐκ τοῦ πάλλαξ (= ἡ νεᾶνις) ἐξ οὗ καὶ ἡ Παλλακίς.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!