Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πίκα

  1. πείσμα, θυμώδης επιμονή
  2. στίγμα. φράσεις: “Έγινε όλο πίκες” – “Πήρα ένα ύφασμα πίκες-πίκες”, δηλ. τελείες, σημάδια.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πίκα /ἡ/ (Ἰ. picca) = πεῖσμα, πρόθεσις ἔμμονος, στίγμα, τσίμπημα, κηλίς.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.