πεζούλι (τό)
πεζούλι (τό): λίθινο χαμηλό τειχίο κατά μῆκος τῶν τοίχων τῶν σπιτιῶν ἤ καί τῶν ἐκκλησιῶν πού χρησιμεύει γιά κάθισμα καί γιά νά πεζεύει κάποιος ἀπό τό ἄλογο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πεζούλι (τό): λίθινο χαμηλό τειχίο κατά μῆκος τῶν τοίχων τῶν σπιτιῶν ἤ καί τῶν ἐκκλησιῶν πού χρησιμεύει γιά κάθισμα καί γιά νά πεζεύει κάποιος ἀπό τό ἄλογο