πεζέντι 01 Απρ, 2017 Π 0 Σχόλια 0 Πεζέντι /τὸ/ ἀρχ. (Ἰ. pezzato) = διάστικτον, κεντητὸν ἐπιστήθιον ἐγχωρίου ὑποκαμίσου.