πετσώνω
- σκεπάζω με πετσί (βάνω σόλες). Επενδύω το σπίτι (αν είναι ξύλινο) με γερές σανίδες
- χορταίνω, καλοτρώγω: “Την πέτσωσα για καλά” – δέρνω αλύπητα: “Τον πέτσωσαν στο ξύλο”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πετσώνω (Ἰ. pezza) = ἐπενδύω, ἐπικαλύπτω, ἀνανεῶ τὲς σόλες τῶν ὑποδημάτων, γεμίζω τὴν κοιλίαν φαγητοῦ: «τν πέτσωσα».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
πετσώνω: ἐπενδύω, ἐπικαλύπτω (ΜΣΝ).[1]
[1] Σέ παλαιότερες ἐποχές μαρτυρεῖται ἡ ἐπικάλυψη στεγῶν μέ δέρμα (πετσί). Ἔτσι ἐξηγεῖται ὅτι τό σανίδωμα τῆς στέγης, ἀλλά καί ἐν προκειμένω τῶν τοίχων στήν Λευκάδα, λέγεται πέτσωμα. Φ. ΚΟΥΚΟΥΛΕΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, Ἐκδόσεις Παπαζήση 1951, Τόμος Δ΄, σ. 272-273. Ἡ λέξη πέτσα μέ τήν ἔννοια τοῦ δέρματος ἐμφανίζεται γιά πρώτη φορά στήν Historia Alexandri Magni, στήν ἔκδοση τοῦ 3ου μ.Χ. αἰῶνα.
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου