Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πέτσα (η)

  1. “τόπι” υφάσματος πολλών μέτρων
  2. το δέρμα, το πετσί (“το δοκίμασα στο πετσί μου”), πέτσα πληγής, η πέτσα του γάλακτος, η πέτσα του ψωμιού
  3. γιωμένη (μελαμψή) πέτσα = άνθρωπος ύπουλος και κακούργος

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Πέτσα /ἡ/ (Ἰ. pezza) = τόπι ὑφάσματος, λεπτὸν περίβλημα, ἐπιδερμίς, μεμβράνα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


πέτσα (ἡ): ἐπιδερμίδα, ἐπικάλυψη.

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.